κομπορρημοσύνη

κομπορρημοσύνη
η (Μ κομπορρημοσύνη) [κομπορρήμων]
μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιθαλοκομπία — αἰθαλοκομπία, η (Μ) αδικαιολόγητη καύχηση, κομπορρημοσύνη, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη + κόμπος «κομπορρημοσύνη»] …   Dictionary of Greek

  • αδρολαλία — ἁδρολαλία, η (Μ) πολυλογία, φλυαρία, χοντρολογία, κομπορρημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁδρολάλος < ἁδρός + λαλῶ] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοκηλόκομπος — γλωσσοκηλόκομπος, ον (Μ) αυτός που θέλγει ή καταπραΰνει τους άλλους με κομπαστική γλώσσα, με περιαυτολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κηλώ «μαγεύω, θέλγω, τέρπω» + κόμπος «καύχηση, κομπορρημοσύνη»] …   Dictionary of Greek

  • ευχωλή — εὐχωλή, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση 2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη 3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι 4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καλλιρρημοσύνη — καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) [καλλιρρήμων] 1. η κομψότητα τού λόγου, η καλλιέπεια 2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη …   Dictionary of Greek

  • καυχησιολόγημα — το λόγος που περιέχει αλαζονεία, που λέγεται με κομπασμό, κομπορρημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυχησιολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • κομπώδεια — κομπώδεια, ἡ (Α) [κομπώδης] κομπορρημοσύνη, μεγαλαυχία …   Dictionary of Greek

  • κρανοποιώ — κρανοποιῶ, έω (Α) [κρανοποιός] 1. κατασκευάζω κράνη 2. διηγούμαι με κομπορρημοσύνη για πολεμικά κατορθώματα …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήγορος — η, ο (Α μεγαλήγορος, ον) 1. αυτός που κομπορρημονεί, καυχηματίας, κομπαστής 2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος. επίρρ... μεγαληγόρως (Α) με κομπορρημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. ψεδο ήγορος. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”